Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Θυσιάζοντας Ένα Πιόνι (Pawn Sacrifice) του Έντουαρντ Ζούικ (2014) Ταινία



Στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, μία συγκλονιστική αναμέτρηση σκάκι ανάμεσα στον Αμερικανό Μπόμπι Φίσερ και τον Σοβιετικό Μπόρις Σπάσκι έγραψε ιστορία. Το «Θυσιάζοντας Ένα Πιόνι» καταγράφει την τρομακτική άνοδο και πτώση της ιδιοφυΐας του Μπόμπι Φίσερ, που αιχμαλώτισε την φαντασία ολόκληρου του κόσμου.
Το 1972 ήταν μια χρονιά γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν τον κόσμο: οι εξελίξεις στον πόλεμο του Βιετνάμ, η τρομοκρατική επίθεση εναντίον Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, η διάρρηξη Watergate, το ιστορικό ταξίδι του Προέδρου των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον, στην Κίνα. Εκείνη την χρονιά, έγινε και ένα αποφασιστικό βήμα για την εξομάλυνση των σχέσεων Η.Π.Α. – Σοβιετικής Ένωσης με την υπογραφή της διπλής συμφωνίας μεταξύ των δύο γιγάντων για την μείωση των στρατηγικών όπλων. Μία πολύ διαφορετική, όμως, αναμέτρηση την επισκίασε: εκείνη ανάμεσα στον Αμερικανό Μπόμπι Φίσερ και τον Σοβιετικό Μπόρις Σπάσκι για το παγκόσμιο πρωτάθλημα στο σκάκι.
Ενώ δύο ιδιοφυή μυαλά συγκρούονταν πάνω την σκακιέρα στο «Παιχνίδι των Βασιλιάδων», ο κόσμος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την γεμάτη συμβολισμό σύγκρουση, μαζί με τους υψηλά ιστάμενους των δύο χωρών, οι οποίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν επικοινωνιακά την συγκυρία. «Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο έκτοτε», λέει μία εκ των παραγωγών της ταινίας, Γκέιλ Κατς. «Οι δύο δυνάμεις είχαν ανοιχτά πολλά μέτωπα: την κούρσα του διαστήματος, το Βιετνάμ, την Κίνα, την κρίση των πυραύλων της Κούβας – και ξαφνικά, το 1972, αναπάντεχα, είχαν ένα ακόμη μέτωπο, πάνω από μια σκακιέρα, αφού ο νικητής θα έμοιαζε να επισφραγίζει την ανωτερότητα της χώρας του. Ακόμη και ο Χένρι Κίσινγκερ του τηλεφώνησε πριν το ματς».
Ο Τόμπι Μαγκουάιρ, που ανέλαβε τον ρόλο του Φίσερ, βρήκε φοβερά ενδιαφέρουσα την πρόκληση μιας τόσο πολύπλοκης προσωπικότητας: «Τέτοιου είδους χαρακτήρες με συναρπάζουν και ο Μπόμπι ήταν φοβερά απαιτητικός. Η πορεία του προς την κορυφή είναι μια συναρπαστική ιστορία. Καταλαβαίνεις ότι ένιωθε πολύ μεγάλη πίεση. Το να είσαι τόσο διάσημος συνοδεύεται από κάθε ειδών προκλήσεις, και ο Μπόμπι το εισέπραττε βαθιά αυτό. Έπαιζε σκάκι για 10-12 ώρες τη μέρα, κάθε μέρα, για χρόνια. Ο αγώνας με τον Σπάσκι ήταν το απόγειο των προσπαθειών αυτών, άρα δεν μπορεί παρά να ένιωθε φοβερό άγχος για το αποτέλεσμα».
Για τον σεναριογράφο Στίβεν Νάιτ, το ενδιαφέρον του προέκυπτε και από τις αναμνήσεις των ημερών εκείνων ως το απόλυτο media γεγονός, ένα από τα πρώτα της ιστορίας. «Είχε συζητηθεί τόσο πολύ! Η ιστορία του Μπόμπι Φίσερ έχει τόσες διαφορετικές πτυχές που απλώς ήταν ζήτημα να αποφασίσω ποιες να επιλέξω. Και ο τίτλος μιλά για μια κλασική κίνηση στο σκάκι: μερικές φορές ο παίκτης θα θυσιάσει ένα πιόνι για το ευρύτερο καλό. Και κατά μία έννοια αυτό ήταν και ο Μπόμπι: ένα πιόνι που θυσιάστηκε σε ένα πελώριο διεθνές παιχνίδι. Ήταν συναισθηματικά και πνευματικά ασταθής. Θα μπορούσε να είχε καταλήξει στο περιθώριο, αλλά ήταν τόσο καλός στο σκάκι που αυτό ήταν η σωτηρία του. Και, φυσικά, η κατάρα του».
«Το σενάριο έχει αρκετούς παραλληλισμούς με κλασικές ταινίες για τον αθλητισμό, και αυτό με τράβηξε», λέει από τη μεριά του ο σκηνοθέτης Έντουαρντ Ζούικ («Ο Τελευταίος Σαμουράι», «Glory», «Ματωμένο Διαμάντι»). «Η ιδέα ότι ένα παιδί από το Μπρούκλιν αντιμετώπισε την μεγάλη Σοβιετική Αρκούδα ήταν ακαταμάχητη. Αλλά μιλά επίσης για την περίεργη και ενίοτε αναπόφευκτη σύνδεση ανάμεσα την ιδιοφυΐα και την τρέλα». Ο Φίσερ πλήρωσε ακριβά το τεράστιο ψυχολογικό στρες που προέκυψε το διάστημα αυτό, αφού οι διαβόητες τάσεις παράνοιας που τον βασάνιζαν, επιδεινώθηκαν αισθητά – στην ουσία δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Πρωταγωνίστησε, εξάλλου, σε ένα φαινόμενο δίχως προηγούμενο, που τον πήγε ξαφνικά από την απόλυτη αφάνεια στην απόλυτη διασημότητα. «Ήταν η αρχή της εποχής των μεγάλων σταρ των media», λέει ο Ζούικ. «Για περίπου 3 με 4 μήνες το 1972, ο Φίσερ ήταν ο διασημότερος άνθρωπος στον κόσμο. Κατά κάποιον τρόπο ήταν ένας από τους πρώτους punk ήρωές μας. Ήταν δύσκολος, αλαζόνας, δεν τον ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος. Και μπορούσε να το κάνει, γιατί ήταν τόσο καλός σε αυτό που έκανε».
Αν ο Φίσερ ήταν το ανισόρροπο παιδί-θαύμα, τότε ο Μπόρις Σπάσκι ήταν ο παλιός δάσκαλος που αναγνωρίζει ότι η δική του κυριαρχία οδεύει προς τη δύση της ενώπιον ενός εκρηκτικού ταλέντου όπως εκείνο του Φίσερ. «Θαύμαζα τον Σπάσκι επειδή η μητέρα μου τον εκτιμούσε πολύ», λέει ο Λιβ Σράιμπερ, που τον υποδύεται. «Ήταν πολύ γοητευτικός. Την εντυπωσίασε το γεγονός ότι ο Σπάσκι χειροκρότησε τον Φίσερ, όταν τον κέρδισε σε ένα παιχνίδι με έναν απλό αλλά πρωτότυπο τρόπο. Αγαπούσε τόσο το σκάκι, που μπόρεσε να εκτιμήσει την ικανότητα του Φίσερ. Η ταινία φιλοδοξεί να δείξει πώς είναι όταν δύο σπουδαία μυαλά συναντώνται». Ως Σπάσκι, ο Σράιμπερ μιλά ρωσικά σε όλες του τις σκηνές – μια γλώσσα που δεν μιλάει. «Το σκάκι δεν με τρόμαζε τόσο, όσο τα ρωσικά. Το να παίζεις σε μια άλλη γλώσσα είναι πολύ περίεργο, φοβερά δύσκολο».
Παρά τον σχετικά περιορισμένο προϋπολογισμό, η παραγωγή κατάφερε να αναπαραστήσει τέλεια την εποχή, όπως και να εντοπίσει τοποθεσίες που φιλοξένησαν τα πραγματικά γεγονότα. Ένα από αυτά ήταν και το ξενοδοχείο στο οποίο είχε μείνει ο Φίσερ το 1972, στο οποίο οι συντελεστές βρήκαν την αυθεντική σκακιέρα του ξενοδοχείου, με τις υπογραφές του Φίσερ και του Σπάσκι, ενώ στη σκηνή του τελικού ματς της ταινίας το παιχνίδι έχει στηθεί πάνω στο τραπέζι που χρησιμοποίησαν ο Φίσερ με τον Σπάσκι για την δική τους αναμέτρηση.
Στο ίδιο πνεύμα, οι συντελεστές συμβουλεύθηκαν για όλες τις πτυχές της παραγωγής τον επικεφαλής της Σκακιστικής Ομοσπονδίας του Κεμπέκ, Ρισάρ Μπερουμπέ, ο οποίος, πέρα από πρωταθλητής, είναι και ειδικός στην ιστορία του σκακιού. Ο Ζούικ τον επαινεί ως πολύτιμο συνεργάτη, στον οποίο μπορούσαν να απευθυνθούν για όποια ερώτηση σχετικά με το τουρνουά, και ο ίδιος ανταποδίδει το κοπλιμέντο: «η πιο σημαντική μου συνεισφορά ήταν στο σενάριο: κάναμε αλλαγές σε κάποιες σκηνές και τους διαλόγους. Στο σκάκι, η ακρίβεια είναι απαραίτητη – αν υπάρχει λάθος, θα γίνει αντιληπτό. Και ο Εντ συνέλαβε τέλεια την ένταση ενός ματς, την ιδιαίτερη αληθινή αίσθηση που σου αφήνει».
Η καριέρα του Φίσερ άλλαξε για πάντα το σκάκι, κυρίως σε επαγγελματικό επίπεδο, αφού ο Φίσερ πίεζε και ασκούσε κριτική στην οργάνωση του αθλήματος με στόχους την σωστότερη χρηματική αποζημίωση και καλύτερη αναγνώριση των αθλητών. «Συνεισέφερε τόσα στην θεωρία σκακιού», λέει ο Μπερουμπέ. «Έδωσε λάμψη και επαγγελματικό προφίλ στο σκάκι, όπως και μία φήμη που ήταν αδιανόητη πριν ή έκτοτε. Για πρώτη φορά το σκάκι ήταν στην τηλεόραση και, χάρη στην επιμονή του Φίσερ να του φέρονται σαν επαγγελματία, το σκάκι ήταν πια μια πραγματική επαγγελματική ενασχόληση. Επιπλέον, η απήχηση του παιχνιδιού εκτοξεύτηκε. Πριν το ματς με τον Σπάσκι, η Σκακιστική Ένωση των Η.Π.Α. είναι 12 χιλιάδες μέλη. Δύο χρόνια μετά είχε περισσότερα από 60 χιλιάδες μέλη. Και ήταν λογικό: μία τεράστια παγκόσμια αντιπαράθεση συμβολίστηκε από δύο άνδρες που κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο, πάνω από μια παρτίδα σκάκι. Φαίνεται σαν κάτι που κάποιος δημιούργησε στην φαντασία του – κι όμως είναι αυτό που συνέβη πραγματικά».

http://www.myfilm.gr/



Στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: